- αβροστόλιστος
- ἁβροστόλιστος, -ον (Μ)αυτός που φορεί πολυτελή ενδύματα, κομψός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβρός — (abrus). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει θάμνους διακοσμητικούς, ιθαγενείς των θερμών χωρών. Τα φύλλα τους είναι πτεροειδή και τα σπέρματά τους ωοειδή. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπέρματα και μπορούν να ευδοκιμήσουν στα… … Dictionary of Greek